Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωδιάρχης — ζῳδιάρχης, ὁ (Α) ζωδιοκράτωρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζῴδιον + αρχης (< άρχω), πρβλ. πατρι άρχης, στρατ άρχης] … Dictionary of Greek
ζῳδιάρχην — ζῳδιάρχης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)